- τόμου
- Ν1. (χρον. σύνδ.) αφού («τόμου δεν θέλει, δεν τόν βιάζω»)2. (χρον. επίρρ.) αμέσως μόλις, άμα, όταν («τόμου λαλήσει, να μού γράψεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τό + ὁμοῦ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τόμου — Τόμος slice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμου — τόμος slice masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Григорий II — патриарх константинопольский с 1283 г. по 1289 г., в мире Георгий. Род. в 1241 г.; был учеником Георгия Акрополита. Время управления Г. церковью было весьма тревожное. Сторонники церковной унии с Римом вступили с Г. в жаркую полемику по поводу… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
TOMUS — apud medii aevi Scriptores, volumen, librum, codicem notat, uti videre est apud Hieronymum ad Pammachium et Ocean. nec ingentem solum, sed medioctem, libellum, epistolamque, unde Eutychianos ridentes Leonem Pontificem, quod Epistolam dogmaticam… … Hofmann J. Lexicon universale
ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek